- νεό-λυτος
νεό-λυτος, eben erst gelös't, getrennt, poet. bei D. Hal. C. V. p. 218 Schaef.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεό-λυτος, eben erst gelös't, getrennt, poet. bei D. Hal. C. V. p. 218 Schaef.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φρεσσίλυτος — ὁ, Α μανιακός, τρελός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρεσί, δοτ. πληθ. της λ. φρήν, φρενός + λυτος (< λυτός < λύω), πρβλ. νεό λυτος. Τα σσ τού τ. για μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek
νεόλυτος — νεόλυτος, ον (Α) αυτός που διαλύθηκε ή αναλύθηκε με νέο τρόπο («νεόλυτα μέλεα», Λυρ. Αδέσπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + λυτος (< λύω)] … Dictionary of Greek