- νεό-ξαντος
νεό-ξαντος, neu, frisch gekrempelt, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεό-ξαντος, neu, frisch gekrempelt, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύξαντος — ον, Α αυτός που τόν ξαίνουν, που τόν δέρνουν πολύ τα κύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ξαντός (< ξαίνω), πρβλ. νεό ξαντος] … Dictionary of Greek