- νεό-ξεστος
νεό-ξεστος, neu geglättet, geschnitzt, Tryphiod. 255.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεό-ξεστος, neu geglättet, geschnitzt, Tryphiod. 255.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιθόξεστος — λιθόξεστος, ον (Α) αυτός που έχει λαξευθεί σε λίθο ή είναι κατασκευασμένος από λίθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + ξεστος (< ξέω), πρβλ. αυτό ξεστος, νεό ξεστος] … Dictionary of Greek