νεό-δροπος

νεό-δροπος

νεό-δροπος, = νεόδρεπτος, κλάδοι, Aesch. Suppl. 349.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μονόδροπος — μονόδροπος, ον (Α) (για άγαλμα) αυτός που είναι κομμένος από ένα και μόνο στέλεχος, μονοκόμματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + δροπος (< δρέπω «κόβω»), πρβλ. νεό δροπος, ωμό δροπος] …   Dictionary of Greek

  • χειροδρόπος — ον, Α αυτός που κόβει, που μαζεύει σιτηρά ή όσπρια με τα χέρια του χωρίς δρεπάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + δροπος (< δρέπω), πρβλ. νεό δροπος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”