πύαλος

πύαλος

πύαλος, ὁ, = πύελος, Phryn. p. 136.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πύαλος — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύαλος — ὁ, Α βλ. πύελος …   Dictionary of Greek

  • πυάλου — πύαλος fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυάλῳ — πύαλος fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύαλον — πύαλος fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύελος — η, ΝΑ, και πύαλος Α 1. η κοιλότητα σε δαχτυλίδι για στερέωση σφραγιδολίθου, αλλ. πυελίδα 2. κολυμπήθρα για βάπτιση νεοελλ. 1. ανατ. σύνολο τεσσάρων οστών που αποτελούν το κατώτερο τμήμα τού κορμού, στο οποίο χρησιμεύουν ως βάση και προσφέρουν… …   Dictionary of Greek

  • ευέκβατος — εὐέκβατος, ον (Α) αυτός από τον οποίο μπορεί κάποιος να βγει εύκολα («εὐέκβατος πύαλος», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + εκ βατός (< εκ βαίνω)] …   Dictionary of Greek

  • πταλόν — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἐφ ᾧ ἡ σταφυλὴ πατεῑται». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. αντί πύαλον (πρβλ. πύελος / πύαλος «επιμήκης σκάφη, λέβης, σαρκοφάγος»)] …   Dictionary of Greek

  • πυαλίτης — ὁ, Α [πύελος / πύαλος] βολή τών κύβων, είδος ριξιάς τών κύβων …   Dictionary of Greek

  • πυελίδα — η / πυελίς, ίδος, ΝΑ, και πυαλίς, ίδος, Α 1. η κοιλότητα σε δαχτυλίδι για τη στερέωση σφραγιδολίθου 2. κόγχη οφθαλμού νεοελλ. η νεφρική πύελος αρχ. 1. υποδοχή άξονα 2. κάλυκας άνθους 3. (στον τ. πυαλίς) α) σαρκοφάγος, λάρνακα β) δεξαμενή. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”