- νεό-ζευκτος
νεό-ζευκτος, = Folgdm, Ep. ad. (IX, 514).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεό-ζευκτος, = Folgdm, Ep. ad. (IX, 514).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεόζευκτος — θεόζευκτος, ον (AM) αυτός που ενώθηκε, που συνδέθηκε από τον θεό («τὸ ζεῡγος τό θεόζευκτον», Διγεν. Ακρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + ζευκτος (< ζεύγνυμι), πρβλ. αμφί ζευκτος, νεό ζευκτος] … Dictionary of Greek
ομόζευκτος — ὁμόζευκτος, ον (Α) αυτός που έχει ζευχθεί μαζί, ομόζυγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + ζευκτος (< ζεύγνυμι), πρβλ. νεό ζευκτος] … Dictionary of Greek