- νεό-κτιτος
νεό-κτιτος, = Vorigem, Nonn. 18, 294.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεό-κτιτος, = Vorigem, Nonn. 18, 294.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισόκτιτος — ἰσόκτιτος, ον (Α) αυτός που έχει την ίδια κατασκευή με άλλον, κτισμένος με τον ίδιο τρόπο που έχει κτισθεί άλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + κτιτος (< κτίζω), πρβλ. θεό κτιτος, νεό κτιτος] … Dictionary of Greek
καλλίκτιτος — καλλίκτιτος, ον (Α) ο οικοδομημένος καλά, ο καλοχτισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + κτιτος (< κτίζω), πρβλ. ιερό κτιτος, νεό κτιτος] … Dictionary of Greek
λυρόκτιτος — λυρόκτιτος, ον (Α) λυρόδμητος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύρα + κτιτος (< κτίζω), πρβλ. νεό κτιτος, ορεί κτιτος] … Dictionary of Greek
ομόκτιτος — ὁμόκτιτος, ον (Α) (για κτίσμα) προσαρτημένος, κτισμένος μαζί, συνενωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + κτιτος (< κτίζω), πρβλ. νεό κτιτος] … Dictionary of Greek
πολύκτιτος — ον, Α αυτός που κτίζει, που κατασκευάζει πολλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κτιτος, ρηματ. επί θ. που απαντά μόνο εν συνθέσει (< κτίζω), πρβλ. νεό κτιτος] … Dictionary of Greek