νεό-γραφος

νεό-γραφος

νεό-γραφος, neu, frisch gemalt, geschrieben, Mel. 1, 55 (IV, 1).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κακόγραφος — κακόγραφος, ον (AM) κακογραμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + γραφος*, πρβλ. αυτό γραφος, νεό γραφος, ομοιό γραφος (βλ. και κακογράφος)] …   Dictionary of Greek

  • καινόγραφος — καινόγραφος, ον (Α) πιθ. γρφ. αντί καινογραφής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + γραφος (< γράφω), πρβλ. ά γραφος, νεό γραφος] …   Dictionary of Greek

  • καινογράφος — καινογράφος, ὁ (Α) πάπ. αυτός που γράφει με νέο τρόπο, με νέο ύφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + γράφος (< γράφω), πρβλ. πεζο γράφος, χρονικο γράφος. Η παροξυτονία προσδίδει στο σύνθ. ενεργητική σημασία (πρβλ. καινόγραφος)] …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”