- νεό-μυστος
νεό-μυστος, neu eingeweiht, Orph. H. 42, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεό-μυστος, neu eingeweiht, Orph. H. 42, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεόμυστος — θεόμυστος, ον (AM) ο μυημένος στα μυστήρια τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + μυστος (< μύστης < μύω), πρβλ. νεό μυστος] … Dictionary of Greek
κρυφιόμυστος — κρυφιόμυστος, ον (AM) αυτός στον οποίο μυείται κάποιος με μυστικό τρόπο, κρυφά («θεωρίας ἤντλησας κρυφιομύστους και πιοτοῑς μετέδωκας», Μηναί.). επίρρ... κρυφιομύστως (AM) με ή από κρυφή μύηση μσν. κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύφιος + μυστος (< μυώ) … Dictionary of Greek