- νεό-χυτος
νεό-χυτος, neu ergossen, ausgegossen, v. l. für νεόλυτος, poet. bei D. Hal. C. V. p. 218.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεό-χυτος, neu ergossen, ausgegossen, v. l. für νεόλυτος, poet. bei D. Hal. C. V. p. 218.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύχυτος — ον, ΜΑ 1. ο ικανός να λάβει μεγάλη διάχυση, αυτός που μπορεί να διαχυθεί, να απλωθεί σε μεγάλη έκταση, πολύχους* 2. αυτός που έχει διαχυθεί σε μεγάλη έκταση, που έχει διασπαρεί πολύ, διάσπαρτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χυτός (< χέω «χύνω»),… … Dictionary of Greek
πρωτόχυτος — ον, Α αυτός που χύνεται πρώτος («πρωτόχυτος οἶνος», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + χυτός (< χέω «χύνω»), πρβλ. νεό χυτος] … Dictionary of Greek
νεόχυτος — νεόχυτος, ον (Α) 1. αυτός που χύθηκε πρόσφατα ή αυτός που χύνεται με νέο τρόπο 2. (κατ επέκτ.) νεοφανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + χυτός (< χέω)] … Dictionary of Greek