- νεό-φθαρτος
νεό-φθαρτος, neu, eben erst verderbt, vernichtet, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεό-φθαρτος, neu, eben erst verderbt, vernichtet, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακόφθαρτος — κακόφθαρτος, ον (Α) φθαρμένος κακώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + φθαρτος (< φθαρτός), πρβλ. νεό φθαρτος] … Dictionary of Greek