- νεό-φυτος
νεό-φυτος, 1) neu bepflanzt, mit jungen Bäumen bepflanzt, Ar. bei Poll. 1, 231. – 2) im N. T. die neuerdings zum Christenthume Bekehrten, u. so K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεό-φυτος, 1) neu bepflanzt, mit jungen Bäumen bepflanzt, Ar. bei Poll. 1, 231. – 2) im N. T. die neuerdings zum Christenthume Bekehrten, u. so K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φυτός — ή, όν, Α 1. αυτός που μπορεί να βλαστήσει, να φυτρώσει 2. (ιδίως για ξόανο) αυτός που μπορεί να δημιουργηθεί από τη φύση, χωρίς την ανθρώπινη επενέργεια 3. (με ενεργ. σημ.) καρποφόρος, γόνιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φυτός έχει σχηματιστεί από θ. φῠ τού ρ … Dictionary of Greek
ομόφυτος — ὁμόφυτος, ον (Α) αυτός που εμφανίστηκε μαζί, που γεννήθηκε συνάμα, σύμφυτος («διὰ τὸ συγγενεστάτην αὐτὴν καὶ ὁμόφυτον εἶναι τῇ τοῡ ἀνθρωπου κατασκευῇ», Θεολ. Αριθμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + φυτος (< φυτός < φύομαι), πρβλ. νεό φυτος] … Dictionary of Greek
πολύφυτος — ον, Α αυτός που έχει πολλά φυτά, κατάφυτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φυτός (< φύομαι «φυτρώνω»), πρβλ. έμ φυτος, νεό φυτος] … Dictionary of Greek
неофи́т — а, м. книжн. 1. Новый приверженец какой л. религии. Сам [Питирим] прежде был раскольником и, как всякий неофит, относился с фанатическою нетерпимостью к бывшим единоверцам. Мельников Печерский, Счисление раскольников. 2. Новый сторонник какого л … Малый академический словарь