- νεό-τοκος
νεό-τοκος, neuerdings, eben erst geboren, – νεο-τόκος, eben erst geboren habend, Eur. Bacch. 700 u. Sp., wie Plut. Alex. 33.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεό-τοκος, neuerdings, eben erst geboren, – νεο-τόκος, eben erst geboren habend, Eur. Bacch. 700 u. Sp., wie Plut. Alex. 33.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυτόκος — η, ο / πολυτόκος, ον, ΝΑ, πολύτοκος, η, ο, Ν (κυρίως για γυναίκα) αυτός που γεννά πολλά παιδιά είτε σε έναν τοκετό είτε επανειλημμένως νεοελλ. μτφ. γόνιμος, καρπερός, εύφορος αρχ. (για πτηνά) αυτός που γεννά πολλά αβγά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * +… … Dictionary of Greek
λυσίτοκος — λυσίτοκος, ον (Α) αυτός που απελευθερώθηκε με τον τοκετό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι * + τοκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. αγχί τοκος, νεό τοκος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.] … Dictionary of Greek
ταχυτόκος — ον, Α αυτός που γεννάει γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. νεο τόκος] … Dictionary of Greek
κεφαλαιοποίηση — Όρος που ως οικονομική έννοια σημαίνει τη διαδικασία μετατροπής του εισοδήματος σε κεφάλαιο ή παλαιών κεφαλαίων σε νέα κεφάλαια. Στα οικονομικά μαθηματικά, η κ. παίρνει τη σημασία πράξεων, με τις οποίες προστίθενται σε ένα κεφαλαίο οι… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
κέρδος — Η διαφορά του κόστους από τα έσοδα που αποφέρει μια οικονομική δραστηριότητα, σύμφωνα με τη λογιστική έννοια, ή η αμοιβή της επιχειρηματικότητας ως συντελεστή παραγωγής, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία. Στη λογιστική, το κ. καταγράφεται στην… … Dictionary of Greek