- νεό-τευκτος
νεό-τευκτος, neu bereitet, neu gemacht, κνημὶς νεοτεύκτου κασσιτέροιο, Il. 21, 592.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεό-τευκτος, neu bereitet, neu gemacht, κνημὶς νεοτεύκτου κασσιτέροιο, Il. 21, 592.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηλιότευκτος — ἡλιότευκτος, ον (Α) αυτός που παράγεται ή προέρχεται από τον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + τευκτος (< τεύχω «κατασκευάζω»), πρβλ. νεό τευκτος, χρυσό τευκτος] … Dictionary of Greek
ηφαιστότευκτος — ἡφαιστότευκτος, ον (Α) ηφαιστόπονος, κατασκευασμένος από τον Ήφαιστο («παγκρατὲς σέλας ἡφαιστότευκτον», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Ήφαιστος + τευκτος (< τευκτός < τεύχω), πρβλ. νεό τευκτος] … Dictionary of Greek
θεότευκτος — θεότευκτος, ον (AM) κατασκευασμένος από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + τευκτος (< τεύχω «κατασκευάζω, φτιάνω»), πρβλ. αν επί τευκτος, νεό τευκτος] … Dictionary of Greek
καθαρότευκτος — καθαρότευκτος, ον (Μ) κατασκευασμένος άμεμπτα, με τελειότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + τευκτος (< τεύχω «κατασκευάζω»), πρβλ. νεό τευκτος, ποικιλό τευκτος] … Dictionary of Greek
ποικιλότευκτος — ον, Α 1. ο έντεχνα επεξεργασμένος, κατεργασμένος 2. ο περίπλοκος («ποικιλότευκτος θέοις κύβων», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + τευκτός (< τεύχω «κατασκευάζω»), πρβλ. νεό τευκτος] … Dictionary of Greek