- νεό-τροφος
νεό-τροφος, frisch, jung ernährt, τέκνον, Aesch. Ag. 706.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεό-τροφος, frisch, jung ernährt, τέκνον, Aesch. Ag. 706.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρέφω — ΝΜΑ, και θρέφω Ν, και δωρ. τ. τράφω Α 1. δίνω τροφή, ταΐζω (α. «τόν τρέφει με μέλι και με γάλα» β. «πότε σὲ εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν», ΚΔ) 2. δίνω άφθονη τροφή σε ζώο για να παχύνει (α. «τρέφει γουρούνια» β. «μῆλα... τρέφοι», Ομ. Οδ.) 3.… … Dictionary of Greek
θηριότροφος — θηριότροφος, ον (Α) αυτός που τρώει θηρία, που τρέφεται από σάρκες θηρίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + τροφος (< τρέφω), πρβλ. λιπαρό τροφος, νεό τροφος] … Dictionary of Greek
ομότροφος — η, ο (Α ὁμότροφος, ον) 1. αυτός που ανατράφηκε μαζί με άλλον («Ἄρτεμις ὁμότροφος Ἀπόλλωνι», Ύμν. Απόλλ.) 2. αυτός που τρώγει μαζί με κάποιον, αυτός που έχει την ίδια διατροφή με άλλον («ὁμότροπός τε καὶ ὁμότροφος γίγνεσθαι», Πλάτ.) αρχ. φρ.… … Dictionary of Greek
κύμα — Διάδοση μιας διαταραχής περιοδικής μορφής με πεπερασμένη ταχύτητα στον χώρο, αρχικά εντοπισμένης, η οποία περιέχει ή όχι ένα υλικό μέσο. Η διάδοση αυτή δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση μετακινήσεις του συνόλου του μέσου διάδοσης, αλλά μεταφορά… … Dictionary of Greek