- νεό-τρωτος
νεό-τρωτος, frisch, eben erst verwundet, Ath. II, 41 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεό-τρωτος, frisch, eben erst verwundet, Ath. II, 41 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύτρωτος — ον, ΝΜ αυτός που φέρει πολλά τραύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τρωτός (< τιτρώσκω «τραυματίζω»), πρβλ. νεό τρωτος] … Dictionary of Greek
Κρίσνα — Θεότητα του ινδουισμού. Θεωρείται αβατάρ, δηλαδή ενσάρκωση του θεού Βισνού. Ωστόσο, για πολλούς πιστούς, ο Κ. είναι ο ανώτατος θεός και σωτήρας του κόσμου, μη πεπερασμένος χρονικά και τοπικά. Σύμφωνα με την ινδουιστική παράδοση, ο Κ. καταγόταν… … Dictionary of Greek