- νεό-σφακτος
νεό-σφακτος, = νεοσφαγής, αἷμα, Arist. H. A. 7, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεό-σφακτος, = νεοσφαγής, αἷμα, Arist. H. A. 7, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρωτόσφακτος — ον, Α αυτός που σφάχθηκε πρώτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + σφακτός (< σφάζω), πρβλ. νεό σφαχτος] … Dictionary of Greek