- νεό-ποτος
νεό-ποτος, der eben erst getrunken hat, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεό-ποτος, der eben erst getrunken hat, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θερείποτος — θερείποτος, ον (Α) αυτός που ποτίζεται, που βρέχεται κατά το καλοκαίρι («θερείποτοι γύαι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θέρειος + ποτος < πίνω, πρβλ. νεό ποτος, ολιγό ποτος] … Dictionary of Greek