νεω-κορέω

νεω-κορέω

νεω-κορέω, ein νεωκόρος sein, den Tempel segen, überh. die Aufsicht über den Tempel haben, VLL. Bei Plat. Rep. IX, 574 d, ἱερόν τι νεωκορήσει, scherzhaft für ἱεροσυλήσει gesagt, er wird den Tempel rein auskehren, d. i. gänzlich berauben; vgl. Valck. Phoen. 534. – Uebertr., rein erhalten, daher ἔρωτα, die Liebe in reinem Herzen, wie in einem Tempel hegen, Luc. Amor. 48.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σηκοκόρος — ὁ, ἡ, ΜΑ, και σηκηκόρος, ὁ, ἡ, Α αυτός που καθαρίζει τον στάβλο ή την μάντρα, ο βοσκός μσν. (κατά τον Ζων.) «νεωκόρος, φύλαξ ναΐσκου». [ΕΤΥΜΟΛ. < σηκός «μάντρα», αλλά και «κυρίως ναός» + κόρος (< κορέω [ΙΙ] «σκουπίζω, καθαρίζω»), πρβλ. νεω… …   Dictionary of Greek

  • σιοκόρος — ὁ, Α (λακων. τ.) νεωκόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιός, λακων. τ. τού θεός + κόρος (< κορέω [ΙΙ] «σκουπίζω, καθαρίζω»), πρβλ. νεω κόρος] …   Dictionary of Greek

  • φανοκόρος — ο, Ν 1. (παλαιότερα) υπάλληλος που φρόντιζε για την λειτουργία και την διατήρηση σε καλή κατάσταση τών φανών με τους οποίους φωτιζόταν η πόλη 2. ναυτ. ναύτης επιφορτισμένος με τον καθαρισμό και την τήρηση σε κατάσταση ετοιμότητας τών φανών και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”