νεωτεριστικός

νεωτεριστικός

νεωτεριστικός, zu Neuerungen geneigt, Poll. 4, 36.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νεωτεριστικός — given to innovation masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεωτεριστικός — ή, ό (Α νεωτεριστικός, ή, όν) [νεωτεριστής] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους νεωτεριστές ή στον νεωτερισμό («νεωτεριστικός τρόπος διδασκαλίας») αρχ. (ιδίως σχετικά με την γλώσσα) αυτός που έχει κλίση στους νεωτερισμούς («νεωτεριστικὸς… …   Dictionary of Greek

  • νεωτεριστικός, -ή — ό αυτός που αναφέρεται στο νεωτερισμό ή το νεωτεριστή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νεωτεριστικόν — νεωτεριστικός given to innovation masc acc sg νεωτεριστικός given to innovation neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιρεσιαρχικός — ή, ό [αιρεσιάρχης] 1. αυτός που αναφέρεται στον αιρεσιάρχη ή στην αιρεσιαρχία 2. αυτός που τείνει στη δημιουργία αιρέσεως, νεωτεριστικός, επαναστατικός …   Dictionary of Greek

  • ανακαινιστικός — ή, ό αυτός που αρμόζει ή ρέπει στην ανακαίνιση ή αυτός που τήν προκαλεί, μεταρρυθμιστικός, αναμορφωτικός, ριζοσπαστικός, νεωτεριστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανακαινίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Νέα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • μοντέρνος — α, ο 1. αυτός που ακολουθεί πιστά τη μόδα και κάθε είδους νεωτερισμό 2. αυτός που είναι ή γίνεται σύμφωνα με τη μόδα, νεωτεριστικός 3. αυτός που έχει σύγχρονες αντιλήψεις 4. φρ. «μοντέρνα τέχνη» η τέχνη που τείνει προς την υπέρβαση τής παράδοσης… …   Dictionary of Greek

  • νεοπρεπής — νεοπρεπής, ές (Α) 1. αυτός που αρμόζει σε νεαρά άτομα, ο νεανικός («μή πῃ πρεσβύτας ὑμᾱς ὄντάς νεοπρεπὴς ὢν ὁ λόγος παραπείσῃ», Πλάτ.) 2. αυτός που έχει φρόνημα νεανικό, ελευθέριος, υπερβολικός 3. νεωτεριστικός, μοντέρνος («κατασκευὰς… …   Dictionary of Greek

  • νεωτερικός — νεωτερικός, ή, όν (ΑΜ) [νεώτερος] 1. νέος, πρόσφατος 2. νεωτεριστικός μσν. 1. επαναστατικός 2. φρ. «ἔρχομαι εἰς λόγους νεωτερικούς» α) ανταλλάσσω με κάποιον βρισιές, διαπληκτίζομαι β) απειλώ με στάση, με επανάσταση αρχ. 1. αυτός που αρμόζει στους …   Dictionary of Greek

  • πρωτοποριακός — ή, ό, Ν [πρωτοπορία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρωτοπορία ή στον πρωτοπόρο, προοδευτικός, νεωτεριστικός 2. φρ. «πρωτοποριακή τέχνη» (καλ. τεχν.) η επινόηση και εφαρμογή νέων, πρωτότυπων ή πειραματικών ιδεών και τεχνικών, αλλ. αβάν… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”