βιωτός

βιωτός

βιωτός, zu leben; βίος οὐ βιωτός, ein Leben, das nicht als ein Leben zu betrachten, Plat. Apol. 38 a; Conv. 216 a; Ar. Plut. 197; neutr., ἆρα βιωτὸν ἡμῖν ἐστιν; können wir leben? Plat. Crit. 47 d; οὐ βιωτὸν ἡγεῖσϑαι, d. i. sterben wollen, Xen. Hell. 2, 3, 50; so öfter bei Sp.; Antiphan. Ath. VIII, 342 f οὐ βιωτόν ἐστιν οὐδ' ἀνάσχετον; vgl. Plut. Aemil. 21; Luc. Charidem. 16.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βιωτός — βιωτός, ή, όν (Α) αυτός που αξίζει να τον ζει κανείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) βιω (< *gwiyō ) τού αορ. εβίων (βλ. βιώ II) ή < βίος] …   Dictionary of Greek

  • βιωτός — to be lived masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιωτόν — βιωτός to be lived masc/fem acc sg βιωτός to be lived neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλασσοβίωτος — θαλασσοβίωτος, ον (Α) αυτός που εξασφαλίζει τα αναγκαία για να ζήσει από τη θάλασσα, ο θαλασσόβιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + βιωτός (< βιώ < βίος), πρβλ. α βίωτος, ευ συμ βίωτος] …   Dictionary of Greek

  • κακοβίωτος — κακοβίωτος, ον (Α) αβίωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + βιωτος (< βιῶ), πρβλ. αξιο βίωτος] …   Dictionary of Greek

  • αποχειρόβιος — ἀποχειρόβιος κ. βίωτος, ον (Α) αυτός που ζει με την εργασία των χεριών του, ο βιοπαλαιστής …   Dictionary of Greek

  • βιωτικός — ή, όν (Α) [βιωτός] βιοτικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”