νε-ωρής

νε-ωρής

νε-ωρής, ές, von neuerer Zeit, neu, frisch; νεωρὲς νῆμα, Philet. 3; νεωρὴς βόστρυχος τετμημένος, die eben erst abgeschnittene Locke, Soph. El. 889; φόβος, O. C. 734.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὤρης — ὤρα care fem gen sg (epic ionic) ὠρέω imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ὠρέω imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὥρης — Ὥρα fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὥρης — ὁράω Inscr. destombeaux des rois imperf ind act 2nd sg (doric) ὁράω Inscr. destombeaux des rois imperf ind act 2nd sg (doric ionic aeolic) ὥρα sura. fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατώρης — κατώρης, ώρες (Α) 1. δ. γρφ. τού κατάρης* 2. (κατά τον Ησύχ.) «κάτω ῥέπων». [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ώρης (< ὄρνυμαι «εξορμώ»), πρβλ. αυτ ώρης, νε ώρης. Το ω λόγω εκτάσεως εν συνθέσει] …   Dictionary of Greek

  • όρνυμι — ὄρνυμι και ὀρνύω (Α) (επικ., ποιητ. τ.) 1. διεγείρω, εξεγείρω, ξεσηκώνω 2. παροτρύνω, προτρέπω κάποιον να κάνει κάτι 3. (σχετικά με ζώο) διώχνω 4. (σχετικά με άψυχα και φυσικά φαινόμενα) επιφέρω, ανακινώ («χαλεπήν ὄρσουσα θύελλαν», Ομ. Ιλ.) 5.… …   Dictionary of Greek

  • THEORI — dicti olim, qui ab Atheniensibus ad Delphicum Oraculum mitti quotannis sunt soliti, quasi Videntes. Alias Δηλιαςαὶ, a festo Delia, quô id fiebat. Hi, cum eo ibant, dicebantur ἀναβαίνειν cum revertebantur, καταβαίνειν. Caput eorum Α᾿ρχιθεωρὸς… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αυτώρης — αὐτώρης, ες (Α) αυτός που ενεργεί από δική του παρόρμηση, αυθαίρετα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτ(ο) + ώρης < όρνυμαι «ορμώ» (πρβλ. νεώρης)] …   Dictionary of Greek

  • κατωρίς — κατωρίς, ίδος, ἡ (Α) (στον δυϊκό) φρ. «κατωρίδε δύω» ταινίες κρεμασμένες από στεφάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ωρίς (< ὄρνυμαι «εξορμώ»), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. όν. Το ω λόγω εκτάσεως εν συνθέσει. Πρβλ. και κατ ώρης] …   Dictionary of Greek

  • νεώρης — νεώρης, ες (Α) νέος, πρόσφατος, καινούργιος («νεώρη βόστρυχον τετμημένον» πρόσφατα, πριν από λίγο κομμένο βόστρυχο, Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ώρης (< ὄρνυμι «κινώ, εγείρω»). Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση εν συνθέσει] …   Dictionary of Greek

  • συνέξειμι — ΜΑ εξέρχομαι μαζί («συνεξῄει τῷ Κύρῳ», Ξεν.) αρχ. παρέρχομαι, περνώ μαζί («[νοῡσος] τῶ κάλλεϊ συνέξεισι τῆς ὥρης», Αρετ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἔξειμι (Ι) «βγαίνω έξω, αναχωρώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”