- νε-ωρυχής
νε-ωρυχής, ές, neu gegraben, Nic. Ther. 940.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νε-ωρυχής, ές, neu gegraben, Nic. Ther. 940.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεωρυχής — νεωρυχής, ές (Α) αυτός που εξορύχθηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ωρυχής (< ὀρύσσω), πρβλ. κατ ωρυχής. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση ἐν συνθέσει] … Dictionary of Greek