- νεω-ποιός
νεω-ποιός, 1) von νεώς, Tempel bauend, Poll. 1, 12. – 2) von ναῦς, Schiffe bauend (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεω-ποιός, 1) von νεώς, Tempel bauend, Poll. 1, 12. – 2) von ναῦς, Schiffe bauend (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζεοποίιον — ζεοποίιον, τό (Α) μύλος για άλεσμα τής ζέας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζέα (βλ. ζεια) + ποιιον ( ποιος < ποιώ), πρβλ. ιερο ποίιον, νεω ποίιον] … Dictionary of Greek
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek