- μιχθαλόεις
μιχθαλόεις, εσσα, εν, = ὀμιχλώδης, ἦρ, Coluth. 208, man vermuthet ἀμιχϑαλόεις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μιχθαλόεις, εσσα, εν, = ὀμιχλώδης, ἦρ, Coluth. 208, man vermuthet ἀμιχϑαλόεις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μιχθαλόεις — μιχθαλόεις, εσσα, εν (Α) αμιχθαλόεις*. [ΕΤΥΜΟΛ. Διάφορη γραφή τού ἀμιχθαλόεις* «απροσπέλαστος, ομιχλώδης»] … Dictionary of Greek
μιχθαλόεσσα — μιχθαλόεις fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιχθαλόεσσαν — μιχθαλόεις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)