- ξιφο-δήλητος
ξιφο-δήλητος, mit dem Schwerte getödtet; ϑάνατος, Tod durch's Schwert, Aesch. Ag. 1510; ἀγῶνες, Ch. 718.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξιφο-δήλητος, mit dem Schwerte getödtet; ϑάνατος, Tod durch's Schwert, Aesch. Ag. 1510; ἀγῶνες, Ch. 718.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεοδήλητος — θεοδήλητος, ον (Α) αυτός που προέρχεται ως τιμωρία από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + δήλητος (< δηλούμαι «καταστρέφω»), πρβλ. κεντρο δήλητος, ξιφο δήλητος] … Dictionary of Greek
κεντροδήλητος — κεντροδήλητος, ον (Α) αυτός που βασανίζει με κέντρο, με αιχμηρό βασανιστήριο όργανο («ὀδύναις κεντροδηλήτοις», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον «όργανο βασανισμού» + δήλητος (< δηλοῦμαι «πληγώνω, προξενώ βλάβη»), πρβλ. θεο δήλητος, ξιφο… … Dictionary of Greek
παντοδήλητος — ον, Μ αυτός που καταστρέφει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + δήλητος (< δηλοῦμαι «πληγώνω, προξενώ βλάβη»), πρβλ. α δήλητος, ξιφο δήλητος] … Dictionary of Greek
συοδήλητος — ον, Α αυτός που φονεύθηκε από κάπρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + δήλητος (< δηλοῦμαι «πληγώνω, προξενώ βλάβη»), πρβλ. θεο δήλητος, ξιφο δήλητος] … Dictionary of Greek