- ξιφ-ουλκός
ξιφ-ουλκός, das Schwert ziehend, χείρ, Aesch. Eum. 562.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξιφ-ουλκός, das Schwert ziehend, χείρ, Aesch. Eum. 562.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιθουλκός — ό (AM λιθουλκός, ον) το αρσ. ως ουσ. ο λιθουλκός χειρουργικό εργαλείο το οποίο χρησιμεύει για τη σύλληψη και εξαγωγή λίθου σχηματισμένου σε κύστη αρχ. αυτός που σύρει και βγάζει πέτρες από το λατομείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + ουλκός (< ὁλκή ή … Dictionary of Greek
οστεουλκός — ο (Α ὀστεουλκός) λαβίδα για τη συγκράτηση και την εξαγωγή θραυσμάτων οστού, η οστεάγρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + ουλκός (< ὁλκή ή ὁλκός < ἕλκω), πρβλ. λιθ ουλκός, ξιφ ουλκός] … Dictionary of Greek
πλινθουλκός — ὁ, Α αυτός που κατασκευάζει πλίνθους, πλινθοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλίνθος + ουλκός (< ἕλκω), πρβλ. λιθ ουλκός, ξιφ ουλκός] … Dictionary of Greek
φωτουλκός — όν, Α αυτός που έλκει, που δέχεται το φως. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + ουλκός (< ὁλκή / ὁλκός < ἕλκω), πρβλ. ξιφ ουλκός, τοξ ουλκός] … Dictionary of Greek
πυουλκός — ο, ΝΑ χειρουργικό εργαλείο για εξαγωγή πύου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύον + ουλκός (< ἕλκω), πρβλ. ξιφ ουλκός] … Dictionary of Greek
τοξουλκός — όν, Α 1. αυτός που τεντώνει το τόξο 2. φρ. «τοξουλκὸς αἰχμή» βέλος που τεντώνει τη χορδή τόξου (Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + ουλκός (< ἕλκω), πρβλ. ξιφ ουλκός] … Dictionary of Greek
ψυχουλκός — όν, Α αυτός που οδηγεί ή συνοδεύει τις ψυχές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + ουλκός (< ἕλκω), πρβλ. ξιφ ουλκός] … Dictionary of Greek
καρδιουλκώ — καρδιουλκῶ, έω (Α) 1. βγάζω την καρδιά τού θύματος και την τυλίγω με ξύγκι για να τήν κάψω 2. επιγρ. (για φυτά) βγάζω την καρδιά ή την ψίχα τού φυτού, την εντεριώνη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + ουλκῶ (< ουλκός < ὁλκή ή ὁλκός), πρβλ. εμβρυ… … Dictionary of Greek
σχοινουλκία — ἡ, Α καταμέτρηση εδαφικών εκτάσεων με σχοινί. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + ουλκία (< ουλκός < ἕλκω), πρβλ. ξιφ ουλκία] … Dictionary of Greek
τιμιουλκώ — έω, ΜΑ και τιμουλκῶ Α ανεβάζω την τιμή ενός πράγματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τίμιος / τιμή + ουλκῶ (< ουλκός < ἕλκω), πρβλ. ξιφ ουλκῶ] … Dictionary of Greek