- νιφο-στιβής
νιφο-στιβής, ές, wo man im Schnee wandelt, νιφοστιβεῖς χειμῶνες, Soph. Ai. 655.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νιφο-στιβής, ές, wo man im Schnee wandelt, νιφοστιβεῖς χειμῶνες, Soph. Ai. 655.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλανοστιβής — ές, Α (για τόπους, χώρες) αυτός τον οποίο πατούν περιπλανώμενοι άνθρωποι («βεβῶντ ἄν ἀεὶ τὴν πλανοστιβῆ χθόνα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάνος (< πλανῶμαι) + στιβής (< στίβος < στείβω «πατώ»), πρβλ. νιφο στιβής, χθονο στιβής] … Dictionary of Greek
χθονοστιβής — ές, Α αυτός που πατά στη γη, επίγειος, γήινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χθών, χθονός + στιβής (< στίβος < στείβω «πατώ»), πρβλ. ήλιο στιβής, νιφο στιβής] … Dictionary of Greek