- νεφελ-ηγερής
νεφελ-ηγερής, ές, dasselbe, Qu. Sm. 4, 80.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεφελ-ηγερής, ές, dasselbe, Qu. Sm. 4, 80.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ομηγερής — ὁμηγερής και δωρ. τ. ὁμαγερής, ές (Α) (επικ. τ.) 1. συναθροισμένος, συγκεντρωμένος («οἱ δ ἕατ εἰν ἀγορῇ... πάντες ὁμηγερέες», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «ὁμηγερὴς γίγνομαι» συναθροίζομαι, συγκεντρώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + ηγερής (< θ. αγερ τού… … Dictionary of Greek