νιφόεις

νιφόεις

νιφόεις, εσσα, εν, schneeig, voll Schnee; ὄρος, Il. 13, 754; Θρῃκῶν ὄρεα νιφόεντα, 14, 227; Οὔ. λυμπος, 18, 616, u. sonst von hohen Bergen; Αἴτνα, Pind. I. 6, 5; Παρνασσός, Soph. O. R. 473; σκόπελος, Ar. Nubb. 274; κρυμός, Antiphil. 8 (VI, 252).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νιφόεις — snowy masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νιφόεις — νοφόεις, εσσα, εν (Α) 1. γεμάτος χιόνι, χιονισμένος, χιονοσκεπής («νιφόεσσ Αἴτνα», Πίνδ.) 2. λευκός σαν το χιόνι, χιονάτος, χιονόλευκος («νιφόεσσα Ἑλένη», Ίων τραγ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα νιφ τού νείφει «χιονίζει» + κατάλ. όεις (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • νιφόεν — νιφόεις snowy masc voc sg νιφόεις snowy neut nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νιφόεντα — νιφόεις snowy neut nom/voc/acc pl νιφόεις snowy masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νιφοέσσῃ — νιφόεις snowy fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νιφόεντας — νιφόεις snowy masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νιφόεντι — νιφόεις snowy masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νιφόεντος — νιφόεις snowy masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νιφόεσσα — νιφόεις snowy fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νιφόεσσαν — νιφόεις snowy fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νιφόεσσ' — νιφόεσσα , νιφόεις snowy fem nom/voc sg νιφόεσσαι , νιφόεις snowy fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”