- νεφρῖτις
νεφρῖτις, ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, νόσος, die Nierenkrankheit, Nieren- oder Steinschmerzen; Thuc. 7, 15; Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεφρῖτις, ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, νόσος, die Nierenkrankheit, Nieren- oder Steinschmerzen; Thuc. 7, 15; Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεφρῖτις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεφρῖτιν — νεφρῖτις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
nefritis — (Del bajo lat. nephritis < gr. nephritis.) ► sustantivo femenino MEDICINA Inflamación de los riñones: ■ la presencia de albúmina en la orina es uno de los síntomas de la nefritis. IRREG. plural nefritis * * * nefritis (del lat. «nephrītis»,… … Enciclopedia Universal
νεφρίτιδα — Φλεγμονή του νεφρού. Βλ. λ. νεφροπάθειες. * * * η (Α νεφρῑτις) νεοελλ. οξεία ή χρόνια αμφοτερόπλευρη παρεγχυματική νόσος τών νεφρών που αφορά κυρίως το αγγειακό τους σύστημα ή τον συνδετικό ιστό ανάμεσα στα ουροφόρα σωληνάρια αρχ. 1. παρουσία… … Dictionary of Greek
νεφριτικός — ή, ό (Α νεφριτικός, ή, όν) [νεφρίτις] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους νεφρούς («νεφριτικά νοσήματα», Ιπποκρ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από νεφρίτιδα 3. (για φάρμακα) αυτός που χορηγείται στις περιπτώσεις νεφρικών παθήσεων … Dictionary of Greek
νεφρός — ο και νεφρό, το (ΑΜ νεφρός, Μ και νεφρό και νεφρόν, τὸ) βιολ. απεκκριτικό και ωσμωρρυθμιστικό όργανο τών σπονδυλοζώων και ορισμένων ασπονδύλων που διατηρεί την ισορροπία τού νερού και τών αλάτων και απεκκρίνει τα υποπροϊόντα τού μεταβολισμού από… … Dictionary of Greek
νεφρίτης — νεφρί̱της , νεφρίτης masc nom sg νεφρί̱της , νεφρῖτις fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεφρίτισιν — νεφρί̱τισιν , νεφρῖτις fem dat pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
nefritis — (Del lat. nephrītis, y este del gr. νεφρῖτις). f. Med. Inflamación de los riñones … Diccionario de la lengua española