νευστάζω — nod pres subj act 1st sg νευστάζω nod pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νευστάζω — (Α νευστάζω) 1. κλίνω το κεφάλι προς τα εμπρός και κάτω 2. κάνω νεύμα («ὀφρύσι νευστάζων», Ομ. Οδ.) 3. νυστάζω, ανεβοκατεβάζω το κεφάλι από τη νύστα αρχ. (για ζώα) χαμηλώνω τα κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό μεταρηματ. παράγωγο τού νεύω (πρβλ.… … Dictionary of Greek
νευστάζῃ — νευστάζω nod pres subj mp 2nd sg νευστάζω nod pres ind mp 2nd sg νευστάζω nod pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νευστάζει — νευστάζω nod pres ind mp 2nd sg νευστάζω nod pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νευστάζοντα — νευστάζω nod pres part act neut nom/voc/acc pl νευστάζω nod pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νευστάζουσι — νευστάζω nod pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) νευστάζω nod pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νευστάζειν — νευστάζω nod pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νευστάζοντες — νευστάζω nod pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νευστάζων — νευστάζω nod pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεύω — (ΑΜ νεύω) 1. κλίνω το κεφάλι προς τα εμπρός και κάτω, σκύβω ελαφρά 2. κάνω νεύμα με το κεφάλι, με τα μάτια, με τα χείλη ή με τα χέρια για να δείξω συναίνεση, αποδοχή, έγκριση ή άρνηση, αποτροπή, απαγόρευση ή, απλώς, για συνεννόηση σχετικά με… … Dictionary of Greek
νυστάζω — (ΑΜ νυστάζω) αισθάνομαι διάθεση να κοιμηθώ, κυριεύομαι από νύστα νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) νυσταγμένος, η, ο α) νυσταλέος β) νωθρός, δυσκίνητος νεοελλ. μσν. βαρύνομαι («η φροντίς δεν νυστάζει», Βιζυην.) αρχ. 1. μέ παίρνει ύπνος,… … Dictionary of Greek