νευρ-ώδης

νευρ-ώδης

νευρ-ώδης, ες, voll Sehnen, nervig, kräftig; κεφαλή, Plat. Tim. 75 b; Arist. part. an. 3, 3; Luc. rhet. praec. 9; bes. Medic.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ζεφυρώδης — ζεφυρώδης, ες (Μ) με δυτικό ευνοϊκό άνεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζέφυρος + κατάλ. ώδης, πρβλ. ζοφ ώδης, νευρ ώδης] …   Dictionary of Greek

  • ινιδώδης — ες αυτός που αποτελείται από λεπτότατα ινίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ινίδιο + ώδης (πρβλ. ιν ώδης, νευρ ώδης). Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γεωργ. Καραμήτσα] …   Dictionary of Greek

  • ινώδης — ες (Α ἰνώδης, ῶδες) αυτός που έχει πολλές ίνες ή αυτός που σχηματίζεται από τη συνένωση ινών («ινώδης ιστός») νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ινώδες δυσδιάλυτη πρωτεΐνη που προκύπτει από το ινωδογόνο* κατά τη διάρκεια τού σχηματισμού του, όταν πήζει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”