νευρία, ἡ, Seil aus Sehnen oder Flechsen, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νευρία — νευρία, ἡ (Μ) δοκός ως τμήμα πολιορκητικής μηχανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < νευρά «χορδή» + κατάλ. ία] … Dictionary of Greek
νευρία — νευρίον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)