- νευρο-μήτρα
νευρο-μήτρα, ἡ, s. νεφρομήτρα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νευρο-μήτρα, ἡ, s. νεφρομήτρα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… … Dictionary of Greek
παλίνδρομος — η, ο (ΑΜ παλίνδρομος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που στρέφεται ή κινείται εναλλάξ προς δύο αντίθετες κατευθύνσεις 2. μτφ. άστατος, ασταθής, ευμετάβλητος 3. φρ. α) «παλίνδρομη κύηση» ιατρ. η λόγω νέκρωσης τού εμβρύου στη μήτρα υποστροφή τής κύησης, η… … Dictionary of Greek
Φαλόπιο ή Φαλόπια, Γκαμπριέλε — (Fallopio ή Fallopia, Μοντένα 1523 – Πάντοβα 1562). Ιταλός γιατρός. Με πρόσκληση της Ενετικής Δημοκρατίας δίδαξε ανατομία στο Πανεπιστήμιο της Πάντοβα. Έκανε περιγραφή της ανάπτυξης των οστών και συνετέλεσε ιδιαίτερα στην πρόοδο της οστεολογίας… … Dictionary of Greek