- νευρο-τόμος
νευρο-τόμος, Sehnen zerschneidend, Sp., wie Maneth. 5, 221.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νευρο-τόμος, Sehnen zerschneidend, Sp., wie Maneth. 5, 221.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ρινοτομώ — ῥινοτομῶ, έω, ΝΜΑ 1. κόβω τη μύτη κάποιου 2. κάνω χειρουργική τομή στη μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ῥινός + τομῶ (< τόμος < τόμος < τέμνω), πρβλ. νευρο τομώ, ομφαλο τομώ] … Dictionary of Greek