- νευρειή
νευρειή, ἡ, = νευρά, Bogensehne, Theocr. 25, 213.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νευρειή, ἡ, = νευρά, Bogensehne, Theocr. 25, 213.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νευρειή — νευρειή, ἡ (Α) (ποιητ. τ.) βλ. νευρά … Dictionary of Greek
νευρειήν — νευρειή fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νευρά — Οι νευρικές δέσμες. Βλ. λ. νευρικό σύστημα. * * * η (Α νευρά, ιων. τ. νευρή, ποιητ. τ. νευρειή) χορδή τόξου ή μουσικού οργάνου κατασκευασμένη από νεύρο ή από έντερο («οἱ μὲν αὐτῶν σφόδρα τὰς νευρὰς ἐπιτείνοντες», Λουκιαν.) αρχ. λυγαριά. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
νεύρο — το (ΑΜ νεῡρον) 1. συν. στον πληθ. τα νεύρα βιολ. όργανα υπό μορφή υπόλευκης ταινίας ή νήματος τα οποία μεταφέρουν τις αισθητικές και κινητικές διεγέρσεις μεταξύ εγκεφάλου και νωτιαίου μυελού αφ ενός και τών διαφόρων οργάνων, αφ ετέρου, και πρός… … Dictionary of Greek