νευρό-θλαστος

νευρό-θλαστος

νευρό-θλαστος, an den Sehnen gequetscht, Galen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κεφαλόθλαστος — κεφαλόθλαστος, ον (Α) 1. αυτός που έχει σπασμένο το κεφάλι του 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κεφαλόθλαστα σπασίματα, ζουλίσματα, μώλωπες τού κεφαλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + θλαστος (< θλαστός < θλῶ «σπάω»), πρβλ. ημισύ θλαστος, νευρό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”