- νευρό-δετος
νευρό-δετος, f. L. für νευρένδετος, bei Maneth.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νευρό-δετος, f. L. für νευρένδετος, bei Maneth.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαγηνόδετος — ον, Α προσαρτημένος σε αλιευτικό δίχτυ, δεμένος σε σαγήνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαγήνη + δετος (< δετός < δέω «δένω»), πρβλ. ιμαντό δετος, νευρό δετος] … Dictionary of Greek
λινόδετος — η, ο (Α λινόδετος, ον) δεμένος με λινό σχοινί («οὗ ναῡς χαλινοῑς λινοδέτοις ὁρμεῑ σέθεν», Ευρ.) νεοελλ. (για βιβλίο) επενδεδυμένος με λινό ύφασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + δετος (< δέω), πρβλ. νευρό δετος, ταυρό δετος] … Dictionary of Greek
μιτρόδετος — μιτρόδετος, ον (Α) (για κόμη) δεμένος με διάδημα, με ζώνη («μιτροδέτου κόμης», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μίτρα (Ι) + δετος (< δέω), πρβλ. λινό δετος, νευρό δετος] … Dictionary of Greek
σπαρτόδετος — ον, Α δεμένος με σχοινί από σπάρτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάρτον + δετος (< δετός < δέω «δένω»), πρβλ. νευρό δετος] … Dictionary of Greek
χειρόδετος — ον, Α με δεμένα τα χέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + δετος (< δετός < δέω «δένω»), πρβλ. νευρό δετος] … Dictionary of Greek