- μεταῤ-ῥίπτω
μεταῤ-ῥίπτω, umwerfen, verändern; Dem. vrbdt κινεῖ καὶ ἀναιρεῖ καὶ μεταῤῥίπτει, 25, 90; τοὺς Ἀχαιοὺς ἀπὸ τῆς Φιλίππου συμμαχίας πρὸς τὴν Ῥωμαίων, Pol. 17, 13, 8, öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεταῤ-ῥίπτω, umwerfen, verändern; Dem. vrbdt κινεῖ καὶ ἀναιρεῖ καὶ μεταῤῥίπτει, 25, 90; τοὺς Ἀχαιοὺς ἀπὸ τῆς Φιλίππου συμμαχίας πρὸς τὴν Ῥωμαίων, Pol. 17, 13, 8, öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.