μετ-αΐσσω

μετ-αΐσσω

μετ-αΐσσω, nach-, hinterdreinstürmen, nachsetzen u. verfolgen, u. allgem., auf Einen anstürmen, angreifen, κτεῖνε μεταΐσσων, Il. 16, 398. 21, 564, ἠὲ μεταΐξας ῥοπάλῳ, Od. 17, 236, ἠὲ μεταΐξας ϑάνατον τεύξειεν ἑκάστῃ, 20, 11; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 1243. Bei Pind. N. 5, 43 = nachfolgen, nachahmen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αΐσσω — ἀΐσσω και ἄσσω (αττ. ᾄττω ή ἄττω) (Α) Ι. ενεργ. 1. (για κάθε απότομη ή βίαιη κίνηση) (και ως μέσο) κινούμαι ορμητικά, εκσφενδονίζομαι, εξακοντίζομαι, ορμώ, ρίχνομαι 2. εκπέμπω λάμψη, λάμπω, αστράφτω όπως το φως 3. (για οξύ πόνο) διαπερνώ,… …   Dictionary of Greek

  • μεταΐγδην — (Α) επίρρ. ορμώντας κατόπιν, ορμητικά, με δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἀΐγ δην «ορμητικά» (< ἀΐσσω)] …   Dictionary of Greek

  • μεταΐσσω — (Α) 1. εφορμώ εναντίον κάποιου, καταδιώκω 2. μιμούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἀΐσσω «πηδώ, ορμώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”