- μετ-ίστημι
μετ-ίστημι, ion. = μεϑίστημι, z. B. Her. 5, 92, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετ-ίστημι, ion. = μεϑίστημι, z. B. Her. 5, 92, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Ancient Greek grammar — is morphologically complex and preserves several features of Proto Indo European morphology. Nouns, adjectives, pronouns, articles, numerals and especially verbs are all highly inflected. This article is an introduction to this morphological… … Wikipedia
μεθίστημι — (Α μεθίστημι και μεθιστάνω και μεθιστῶ) (το μέσ.) μεθίσταμαι 1. μετακινούμαι σε άλλο σημείο, μεταφέρομαι 2. μεταβαίνω σε άλλη παράταξη, αποστατώ, αποσκιρτώ, αυτομολώ, μεταπηδώ («τελικά μετέστη στο αντίπαλο κόμμα») νεοελλ. φρ. «μετέστη εις τας… … Dictionary of Greek
μετεξανίστημι — (Α) 1. σηκώνω, διώχνω κάτι από έναν τόπο και τό μεταφέρω σε άλλον 2. (το μέσ.) μετεξανίσταμαι μετοικώ, μεταναστεύω, μετακινούμαι από έναν τόπο σε άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἐξ αν ίστημι «ανεγείρω, σηκώνω»] … Dictionary of Greek