- μετ-έγγυος
μετ-έγγυος, = μεσέγγυος, nach Moeris att. für μεσίτης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετ-έγγυος, = μεσέγγυος, nach Moeris att. für μεσίτης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπέγγυος — ο / ὑπέγγυος, ον, ΝΑ 1. (για πρόσ.) αυτός που δίνει εγγύηση, εγγυητής 2. (κατ επέκτ.) υπόλογος, υπεύθυνος νεοελλ. 1. (για πράγμ.) αυτός που παρέχεται ως εγγύηση 2. φρ. «υπέγγυοι πρόσοδοι» πρόσοδοι που παραχωρούνται διά νόμου από το κράτος ως… … Dictionary of Greek
μετέγγυος — μετέγγυος, ὁ (Α) μεσεγγυητής, μεσίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. <μετ(α) * + ἔγγυος (πρβλ. φερ έγγυος)] … Dictionary of Greek