πύρνος

πύρνος

πύρνος, ὁ, = πύρνον.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πύρνος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύρνος — ὁ, Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «ψωμός» 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «τὸ ἀπόκλασμα τοῡ ἄρτου» 3. στον πληθ. πύρνοι (κατά τον Ησύχ.) «ζειαὶ κνηστώδεις, ἤ ὁ κατειργασμένος σῑτος, ἄλλοι χόρτας, ἄλλοι μαγίδα». [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκός όρος αβέβαιης ετυμολ. Σύμφωνα με… …   Dictionary of Greek

  • πύρνοι — πύρνος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύρνους — πύρνος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τορύνη — (I) ἡ, Α κουτάλα για το ανακάτεμα τού φαγητού στη χύτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. τορύνη έχει προέλθει μέσω ενός τ. *τυρ ύνη (με ανομοιωτική τροπή τού υ σε ο ) από τη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *twer «κουνώ, γυρίζω… …   Dictionary of Greek

  • πυρναίος — αία, ον, Α κατάλληλος για βρώση, εδώδιμος, φαγώσιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύρνος* ή πύρνον + κατάλ. αῖος*] …   Dictionary of Greek

  • πυρνοτόκος — ον, Α (για εδαφική έκταση) αυτός που παράγει τροφή («πυρνοτόκος ἄρουρα», Υμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πύρνος + τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. καρπο τόκος] …   Dictionary of Greek

  • πύρνον — τὸ, Α 1. σταρένιο ψωμί 2. (κυρίως) ψωμί από αλεύρι με πίτυρα 3. τροφή, φαγητό. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού πύρνος* με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • ύρνηται — Α [πύρνος] (κατά τον Ησύχ.) «ἐσθίηται» …   Dictionary of Greek

  • πύρνον — wheaten bread neut nom/voc/acc sg πύρνος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύρνου — πύρνον wheaten bread neut gen sg πύρνος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”