μετά-θεσις

μετά-θεσις

μετά-θεσις, , das Umsetzen, die Umstellung, τῶν ῥημάτων, Din. 24, 84 u. oft bei den Rhett.; auch das Uebertreten zu einer andern Partei, ὴ μετάϑεσις πρός τινα, Pol. 5, 26, 8; die Veränderung übh., Sinnesänderung, ἐκ μεταϑέσεως, 30, 18, 2; ἡ ἐπὶ τὸ βέλτιον μετ., 1, 35, 7; dah. Verbesserung, ἁμαρτημάτων, 5, 11, 5; – von Waaren, der Umsatz, 10, 1, 8. – Bei Plut. frat. amor. 9 ὀνομάτων μετ., eine Art Euphemismus, wenn man z. B. für ῥᾳϑυμία ἁπλότης sagt. – Bei Gramm. Buchstabenversetzung.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • метате́за — ы, ж. лингв. Непроизвольная перестановка двух звуков или слогов в слове, например: тарелка вместо первоначального талерка (из нем. Teller), ладонь вместо первоначального долонь. [От греч. μεταθεσις перестановка] …   Малый академический словарь

  • τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… …   Dictionary of Greek

  • ИЕРОНИМ I — [греч. ῾Ιερώνυμος; в миру Иероним Коцонис, греч. ῾Ιερώνυμος Κοτσώνης] (1905, с. Истерния, о в Тинос, Греция 15.11.1988, там же), архиеп. Афинский и всей Эллады (1967 1973). Происходил из бедной семьи; отец И. моряк, скончался за 3 месяца до его… …   Православная энциклопедия

  • Liste griechischer Wortstämme in deutschen Fremdwörtern — Griechische Wortstämme sind im Deutschen überwiegend in Fachausdrücken zu finden, die entweder direkt dem Griechischen entstammen oder Neubildungen sind. Von einer begrenzten Anzahl dieser Wortstämme wurden und werden zahlreiche wissenschaftliche …   Deutsch Wikipedia

  • Καραθεοδωρής — Επώνυμο οικογένειας από την Κωνσταντινούπολη, τα μέλη της οποίας διακρίθηκαν στην πολιτική και στις επιστήμες. 1. Αλέξανδρος (Κωνσταντινούπολη 1833 – 1906). Διπλωμάτης και συγγραφέας. Ξεκίνησε την καριέρα του ως υπάλληλος στο υπουργείο Εξωτερικών …   Dictionary of Greek

  • θέμις — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν Τιτανίδα, κόρη της Γαίας και του Ουρανού, προσωποποίηση του θείου δικαίου, του νόμου και της τάξης. Συγκαταλέγεται (ύστερα από τη Μήτι και πριν από την Ήρα) μεταξύ των συζύγων του Δία, του εγγυητή όλων των κανόνων που… …   Dictionary of Greek

  • σύνθεση — Η τοποθέτηση ενός πράγματος μαζί με άλλο, η αρμονική ένωση μερών ή στοιχείων του, για να δημιουργηθεί από αυτά ένα σύνολο, η συναρμολόγηση. Στη γραμματική, σ. λέγεται η ένωση δύο λέξεων σε μία, όπως π.χ. των λ. αστραπή και βροντή = αστραπόβροντο …   Dictionary of Greek

  • Αλιβιζάτος, Αμίλκας — (Ληξούρι 1887 – 1969).Θεολόγος και συγγραφέας. Διετέλεσε καθηγητής του κανονικού δικαίου και της ποιμαντικής στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1918 57) και ακαδημαϊκός (1962). Γεννήθηκε στο Ληξούρι της Κεφαλονιάς και σπούδασε θεολογία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”