- μετάξιον
μετάξιον, τό, dim. zum Vorigen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετάξιον, τό, dim. zum Vorigen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετάξιον — μετάξιον, τὸ (Α) [μέταξα] βλ. μετάξι … Dictionary of Greek
μετάξιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταξίοις — μετάξιον neut dat pl μετάγω convey from one place to another fut opt act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταξίου — μετάξιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετάξια — μετάξιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετάξι — Πολύτιμη στιλπνή υφαντική ίνα, ζωικής προέλευσης, που παράγεται από την προνύμφη (μεταξοσκώληκας) του λεπιδοπτέρου Bombyx mori. Η επεξεργασία του μ. που έχει ως σκοπό την κατασκευή όσο το δυνατόν πιο ομοιόμορφης κλωστής από τα κουκούλια,… … Dictionary of Greek
ՄԵՏԱՔՍ — (ʼի կամ ոյ, ից կամ աց.) NBH 2 0253 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 9c, 11c, 12c գ. (որ եւ յն. մէ՛դաքսա, մէդա՛քսիօն. որպէս բառ օտար լեզուի. զի ըստ բնիկ յն. ասի սիրիգօն ʼի սիր, այսինքն շերամ որդանէ). μέταξα, μετάξιον, σηρικόν … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)