- μιτάριον
μιτάριον, τό, dim. von μίτος, Schol. Eur. Hec. 905.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μιτάριον, τό, dim. von μίτος, Schol. Eur. Hec. 905.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μιτάριον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιταρίων — μιτάριον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιτάρι — το (ΑΜ μιτάριον, Μ και μιτάριν) [μίτος] εξάρτημα τού αργαλειού με το οποίο μετακινούνται τα νήματα τού στημονιου, για να σχηματιστεί δίοδος από όπου περνά η σαΐτα … Dictionary of Greek
πολυμιταρικός — ή, όν, Α το θηλ. ως ουσ. ἡ πολυμιταρική (ενν. τέχνη) η ποικιλτική*, η τέχνη τής ύφανσης πολύχρωμων υφασμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μιτάριον «εξάρτημα του αργαλειού» (< μίτος) + κατάλ. ικός] … Dictionary of Greek