- μετ-οίκησις
μετ-οίκησις, ἡ, das Umziehen, Verändern des Wohnorts, ἡ μετ. ἡ ἐνϑένδε ἐκεῖσε, Plat. Phaed. 117 c; auch μετοίκησις τῇ ψυχῇ τοῦ τόπου τοῦ ἐνϑένδε εἰς ἄλλον τόπον, Apol. 40 c; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετ-οίκησις, ἡ, das Umziehen, Verändern des Wohnorts, ἡ μετ. ἡ ἐνϑένδε ἐκεῖσε, Plat. Phaed. 117 c; auch μετοίκησις τῇ ψυχῇ τοῦ τόπου τοῦ ἐνϑένδε εἰς ἄλλον τόπον, Apol. 40 c; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.