- μετ-ηνέμιος
μετ-ηνέμιος, mit dem Winde, windschnell, πῶλος, Epigr. (Plan. 62.)
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετ-ηνέμιος, mit dem Winde, windschnell, πῶλος, Epigr. (Plan. 62.)
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετηνέμιος — μετηνέμιος, ον (ΑΜ) γρήγορος σαν τον άνεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ηνέμιος (< ἄνεμος), πρβλ. υπ ηνέμιος. Το η τού τύπου είναι προϊόν «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek