- μετ-οικεσία
μετ-οικεσία, ἡ, das Umziehen, das Ausziehen aus einem Orte nach einem andern hin, Sp.; das Wohnen als Fremder an einem Orte, als μέτοικος, Βαβυλῶνος, Matth. 1, 11; vgl. Leon. Tar. 79 (VII, 731).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετ-οικεσία, ἡ, das Umziehen, das Ausziehen aus einem Orte nach einem andern hin, Sp.; das Wohnen als Fremder an einem Orte, als μέτοικος, Βαβυλῶνος, Matth. 1, 11; vgl. Leon. Tar. 79 (VII, 731).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατοικέσια — και κατοικήσια, τὰ (Α) (ενν. ιερά) ετήσια γιορτή για την επέτειο ίδρυσης αποικίας σ έναν τόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οικέσια (< οἰκέσια πληθ. τού οἰκέσιον < θ. οικέτ τού οἰκέτ ης με συριστικοποίηση τού τ + κατάλ. ιον), πρβλ. μετ οικέσιον … Dictionary of Greek